κρῆναι

κρῆναι
κραίνω
ṇ-y
aor imperat mid 2nd sg (epic)
κραίνω
ṇ-y
aor inf act (epic)
κρήνη
well
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κρῆναι — Κρῆνος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηναίας — κρηναί̱ᾱς , κρηναῖος of fem acc pl κρηναί̱ᾱς , κρηναῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηναίων — κρηναί̱ων , κρηναῖος of fem gen pl κρηναί̱ων , κρηναῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηναίαις — κρηναί̱αις , κρηναῖος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηναίαισι — κρηναί̱αισι , κρηναῖος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηναίης — κρηναί̱ης , κρηναῖος of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηναίου — κρηναί̱ου , κρηναῖος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηναίῳ — κρηναί̱ῳ , κρηναῖος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …   Dictionary of Greek

  • κρούναι — κροῡναι (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «τὰ ἄφορα δένδρα» 2. «κρῆναι τέλειαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κρῆναι τέλειαι» συνδέεται με τον τ. κρουνός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”